Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάσασθαι
μασδός
μάσθλης
μασθός
Μασσαλίᾱ
μάσσομαι
μάσσω
μᾱ́σσων
μάσταξ
μασταρύζω
μάστειρα
μαστευτής
μαστεύω
μαστήρ
μαστήριος
μαστιάω
μαστῑγίᾱς
μαστῑγοφόροι
μαστῑγόω
μαστῑγωτέος
μαστίζω
View word page
μάστειρα
μάστειραfem.adjsee underμαστήρ

ShortDef

demanding vengeance

Debugging

Headword:
μάστειρα
Headword (normalized):
μάστειρα
Headword (normalized/stripped):
μαστειρα
IDX:
25189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25190
Key:
μάστειρα

Data

{'headword_display': '<b>μάστειρα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μάστειρα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>μαστήρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μάστειρα'}