Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀθήρ
ἀθήρευτος
ἀθηρηλοιγός
ἄθηρος
ἀθησαύριστος
ἄθικτος
ᾱ̓θλεύω
ᾱ̓θλέω
ᾱ̓́θλημα
ᾱ̓́θλησις
ᾱ̓θλητήρ
ᾱ̓θλητής
ᾱ̓θλητικός
ᾱ̓́θλιος
ᾱ̓θλιότης
ᾱ̓θλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ᾱ̓θλοφόρος
ἀθόλωτος
ἀθορύβητος
View word page
ᾱ̓θλητήρ
ᾱ̓θλητήρ
Ion.ἀεθλητήρ
ῆροςm
competitor in athletic contestsathleteOd. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̓θλητήρ
Headword (normalized):
ᾱ̓θλητήρ
Headword (normalized/stripped):
αθλητηρ
IDX:
2516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2517
Key:
ᾱ̓θλητήρ

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̓θλητήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ᾱ̓θλητήρ</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ἀεθλητήρ</FmHL></DL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>competitor in athletic contests</Def><Tr>athlete</Tr><Au>Od. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ᾱ̓θλητήρ'}