Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάρμαρον
μαρμαρόπτυχος
μάρμαρος
μαρμαροφεγγής
μαρμαρυγή
μαρμαρύζω
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτις
μάρπτω
μάρσιππος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρίᾱ
μαρτύριον
μαρτῡ́ρομαι
μάρτυρος
μάρτυς
μᾱρῡ́ομαι
μάρψω
Μάρων
View word page
μάρσιππος
μάρσιπποςουm bag, sackX.

ShortDef

bag, pouch

Debugging

Headword:
μάρσιππος
Headword (normalized):
μάρσιππος
Headword (normalized/stripped):
μαρσιππος
IDX:
25167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25168
Key:
μάρσιππος

Data

{'headword_display': '<b>μάρσιππος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάρσιππος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bag, sack</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάρσιππος'}