Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαρῑ́λη
μαρῑλοκαύτης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμαρίζω
μαρμάρινος
μαρμαρόεις
μάρμαρον
μαρμαρόπτυχος
μάρμαρος
μαρμαροφεγγής
μαρμαρυγή
μαρμαρύζω
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτις
μάρπτω
μάρσιππος
μαρτυρέω
μαρτύρημα
μαρτυρίᾱ
View word page
μαρμαρο-φεγγής
μαρμαρο-φεγγήςέςadjμαρμαίρωφέγγος of teethbright-gleamingTim.

ShortDef

gleaming white

Debugging

Headword:
μαρμαροφεγγής
Headword (normalized):
μαρμαροφεγγής
Headword (normalized/stripped):
μαρμαροφεγγης
IDX:
25160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25161
Key:
μαρμαροφεγγής

Data

{'headword_display': '<b>μαρμαρο-φεγγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαρμαρο-φεγγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαρμαίρω</Ref><Ref>φέγγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of teeth</Indic><Tr>bright-gleaming</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαρμαροφεγγής'}