Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαριανδῡνοί
μαρῑ́λη
μαρῑλοκαύτης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμαρίζω
μαρμάρινος
μαρμαρόεις
μάρμαρον
μαρμαρόπτυχος
μάρμαρος
μαρμαροφεγγής
μαρμαρυγή
μαρμαρύζω
μαρμαρωπός
μάρναμαι
μάρπτις
View word page
μαρμάρινος
μαρμάρινοςη ονadjμάρμαροςof a monumentof stonemarbleTheoc.epigr.

ShortDef

of marble

Debugging

Headword:
μαρμάρινος
Headword (normalized):
μαρμάρινος
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρινος
IDX:
25155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25156
Key:
μαρμάρινος

Data

{'headword_display': '<b>μαρμάρινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαρμάρινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μάρμαρος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a monument</Indic><Tr>of stone<or/>marble</Tr><Au>Theoc.<Wk>epigr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μαρμάρινος'}