Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
μαργάω
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαριανδῡνοί
μαρῑ́λη
μαρῑλοκαύτης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμαρίζω
μαρμάρινος
μαρμαρόεις
μάρμαρον
View word page
μαργοσύνη
μαργοσύνηηςf sg. and pl.wild, wantonlustful behaviourAnacr. Thgn. AR.

ShortDef

gluttony, lust

Debugging

Headword:
μαργοσύνη
Headword (normalized):
μαργοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαργοσυνη
IDX:
25147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25148
Key:
μαργοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>μαργοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαργοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>wild, wanton<or/>lustful behaviour</Tr><Au>Anacr. Thgn. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαργοσύνη'}