Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
μαργάω
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαριανδῡνοί
μαρῑ́λη
μαρῑλοκαύτης
μαρμαίρω
μαρμάρεος
μαρμαρίζω
μαρμάρινος
View word page
μαργόομαι
μαργόομαιmid.pass.contr.vb pres.ptcpl.in a frenzy of eagernessfor warPi.pf.ptcpl. maddenedw.dat.by unholy passionA.

ShortDef

rage furiously

Debugging

Headword:
μαργόομαι
Headword (normalized):
μαργόομαι
Headword (normalized/stripped):
μαργοομαι
IDX:
25145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25146
Key:
μαργόομαι

Data

{'headword_display': '<b>μαργόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαργόομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pres.ptcpl.</GLbl><Def>in a frenzy of eagerness<Expl>for war</Expl></Def><Au>Pi.</Au></vSGrm><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl. </GLbl><Def>maddened</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by unholy passion<Au>A.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'μαργόομαι'}