Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
μαργάω
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
View word page
μάραγνα
μάραγναηςfIran.loanwd. whip, lashused for punishmentA. E.

ShortDef

a whip, scourge

Debugging

Headword:
μάραγνα
Headword (normalized):
μάραγνα
Headword (normalized/stripped):
μαραγνα
IDX:
25137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25138
Key:
μάραγνα

Data

{'headword_display': '<b>μάραγνα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάραγνα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>Iran.loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>whip, lash<Expl>used for punishment</Expl></Tr><Au>A. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάραγνα'}