Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
μαργάω
μαργόομαι
μάργος
View word page
μαπέειν
μαπέεινep.aor.2 infapp.reltd.μάρπτω3pl.redupl.opt.
μεμάποιεν
of Gorgons, Fates, hunting dogsseize, snatch, catcha victimHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαπέειν
Headword (normalized):
μαπέειν
Headword (normalized/stripped):
μαπεειν
IDX:
25136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25137
Key:
μαπέειν

Data

{'headword_display': '<b>μαπέειν</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαπέειν</HL><PS>ep.aor.2 inf</PS><Ety>app.reltd.<Ref>μάρπτω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>3pl.redupl.opt.</Lbl><Form>μεμάποιεν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of Gorgons, Fates, hunting dogs</Indic><Tr>seize, snatch, catch</Tr><Obj>a victim<Au>Hes.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μαπέειν'}