Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
μαργάω
μαργόομαι
View word page
μάομαι
μάομαιAeol.mid.vbseeμαίομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάομαι
Headword (normalized):
μάομαι
Headword (normalized/stripped):
μαομαι
IDX:
25135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25136
Key:
μάομαι

Data

{'headword_display': '<b>μάομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μάομαι</HL><PS>Aeol.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>μαίομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μάομαι'}