Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
μαραίνω
μαργαίνω
μαργαρῑ́της
View word page
μαντόσυνος
μαντόσυνοςη ονalsoος ονE.
Boeot.μαντόσουνοςᾱ ον
adj
of a command, a tripodof or relating to a prophetic godprophetic, oracularE. Corinn.of inspiration, forced upon a priestessE.

ShortDef

oracular

Debugging

Headword:
μαντόσυνος
Headword (normalized):
μαντόσυνος
Headword (normalized/stripped):
μαντοσυνος
IDX:
25133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25134
Key:
μαντόσυνος

Data

{'headword_display': '<b>μαντόσυνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαντόσυνος</HL><Infl>η ον<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ος ον</FmInfl><Au>E.</Au></VInfl></Infl><DL><Lbl>Boeot.</Lbl><FmHL>μαντόσουνος</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ ον</FmInfl></DInfl></DL><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a command, a tripod</Indic><Def>of or relating to a prophetic god</Def><Tr>prophetic, oracular</Tr><Au>E. Corinn.</Au><aS2><Indic>of inspiration, forced upon a priestess</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μαντόσυνος'}