Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μᾱνότης
μαντείᾱ
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχαι
View word page
μαντι-πόλος
μαντι-πόλοςουfπέλω woman who is occupied in prophecyprophetessappos.w. Βάκχη frantic woman, ref. to CassandraE.

ShortDef

frenzied, inspired

Debugging

Headword:
μαντιπόλος
Headword (normalized):
μαντιπόλος
Headword (normalized/stripped):
μαντιπολος
IDX:
25130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25131
Key:
μαντιπόλος

Data

{'headword_display': '<b>μαντι-πόλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαντι-πόλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>woman who is occupied in prophecy</Def><Tr>prophetess<Expl>appos.w. <Ref>Βάκχη</Ref> <ital>frantic woman</ital>, ref. to Cassandra</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαντιπόλος'}