Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάννα
μαννοφόρος
μᾱνός
μᾱνότης
μαντείᾱ
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
μάραγνα
View word page
μαντηίη
μαντηίηIon.fμαντήιονIon.nμαντήιοςIon.adjseeμαντείᾱμαντεῖονμαντεῖος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαντηίη
Headword (normalized):
μαντηίη
Headword (normalized/stripped):
μαντηιη
IDX:
25127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25128
Key:
μαντηίη

Data

{'headword_display': '<b>μαντηίη</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μαντηίη</HL><PS>Ion.f</PS></HG><HG><HL>μαντήιον</HL><PS>Ion.n</PS></HG><HG><HL>μαντήιος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>μαντείᾱ</Ref><Ref>μαντεῖον</Ref><Ref>μαντεῖος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μαντηίη'}