Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μᾱνός
μᾱνότης
μαντείᾱ
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
μάομαι
μαπέειν
View word page
μαντευτός
μαντευτόςή όνadj of a person, god, sacrificesnamed by an oracleE. X. Arist.

ShortDef

foretold by an oracle

Debugging

Headword:
μαντευτός
Headword (normalized):
μαντευτός
Headword (normalized/stripped):
μαντευτος
IDX:
25126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25127
Key:
μαντευτός

Data

{'headword_display': '<b>μαντευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαντευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person, god, sacrifices</Indic><Tr>named by an oracle</Tr><Au>E. X. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαντευτός'}