Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μανικός
μᾶνις
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μᾱνός
μᾱνότης
μαντείᾱ
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτός
μαντηίη
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μᾱνῡ́ω
View word page
μάντευμα
μάντευμαατοςnμαντεύομαι prophetic utteranceof a god, delivered through an oracle or seerprophecy, oraclePi. Trag. Ar. Plu.

ShortDef

an oracle

Debugging

Headword:
μάντευμα
Headword (normalized):
μάντευμα
Headword (normalized/stripped):
μαντευμα
IDX:
25124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25125
Key:
μάντευμα

Data

{'headword_display': '<b>μάντευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάντευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μαντεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>prophetic utterance<Expl>of a god, delivered through an oracle or seer</Expl></Def><Tr>prophecy, oracle</Tr><Au>Pi. Trag. Ar. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάντευμα'}