Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μᾶλον
μᾱλοπάραυος
μᾱλός
μᾱ́λουρις
μᾱλοφορέω
μαλσακός
μαμμᾶ
μαμμᾱ́κυθος
μάμμη
μαμμίᾱ
μαμωνᾶς
μᾱ́ν
μανδαλωτός
μάνδρᾱ
μανδραγόρᾱς
μανθάνω
μανίᾱ
μανιάκης
μανιάς
μανικός
μᾶνις
View word page
μαμωνᾶς
μαμωνᾶςmSemit.loanwd. mammon, wealthNT.

ShortDef

wealth

Debugging

Headword:
μαμωνᾶς
Headword (normalized):
μαμωνᾶς
Headword (normalized/stripped):
μαμωνας
IDX:
25105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25106
Key:
μαμωνᾶς

Data

{'headword_display': '<b>μαμωνᾶς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαμωνᾶς</HL><Infl>ᾶ</Infl><PS>m</PS><Ety>Semit.loanwd.</Ety></HG> <nS1><Tr>mammon, wealth</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαμωνᾶς'}