Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλκῑ́ω
μᾶλλον
μαλλός
μᾱλογενής
μᾱλοδροπῆες
μᾶλον
μᾱλοπάραυος
μᾱλός
μᾱ́λουρις
μᾱλοφορέω
μαλσακός
μαμμᾶ
μαμμᾱ́κυθος
μάμμη
μαμμίᾱ
μαμωνᾶς
μᾱ́ν
μανδαλωτός
μάνδρᾱ
μανδραγόρᾱς
μανθάνω
View word page
μαλσακός
μαλσακόςLacon.adjseeμαλθακός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλσακός
Headword (normalized):
μαλσακός
Headword (normalized/stripped):
μαλσακος
IDX:
25100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25101
Key:
μαλσακός

Data

{'headword_display': '<b>μαλσακός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μαλσακός</HL><PS>Lacon.adj</PS></HG><XR>see<Ref>μαλθακός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μαλσακός'}