Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
μαλθακίζομαι
μαλθακός
μαλθακόφωνος
μαλθάσσω
μᾱλίᾱ
Μᾱλιεῖς
μᾱ́λινος
View word page
μάλευρον
μάλευρονουnperh.reltd.ἄλευρα wheat-flourCall. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάλευρον
Headword (normalized):
μάλευρον
Headword (normalized/stripped):
μαλευρον
IDX:
25077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25078
Key:
μάλευρον

Data

{'headword_display': '<b>μάλευρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάλευρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>ἄλευρα</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wheat-flour</Tr><Au>Call. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάλευρον'}