Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
μαλθακίζομαι
μαλθακός
μαλθακόφωνος
μαλθάσσω
μᾱλίᾱ
View word page
μαλάχη
μαλάχηηςf a kind of plantw. an edible rootmallowMosch.as food for the poorHes. Ar.

ShortDef

mallow

Debugging

Headword:
μαλάχη
Headword (normalized):
μαλάχη
Headword (normalized/stripped):
μαλαχη
IDX:
25075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25076
Key:
μαλάχη

Data

{'headword_display': '<b>μαλάχη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαλάχη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>a kind of plant<Expl>w. an edible root</Expl></Def><Tr>mallow</Tr><Au>Mosch.</Au><nS2><Indic>as food for the poor</Indic><Au>Hes. Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μαλάχη'}