Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
μαλθακίζομαι
μαλθακός
μαλθακόφωνος
View word page
μαλακῡ́νομαι
μαλακῡ́νομαιmid.pass.vbμαλακός of troopsbe weakfaint-heartedX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακῡ́νομαι
Headword (normalized):
μαλακῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
μαλακυνομαι
IDX:
25073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25074
Key:
μαλακῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>μαλακῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαλακῡ́νομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS><Ety><Ref>μαλακός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>be weak<or/>faint-hearted</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μαλακῡ́νομαι'}