Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
μαλθακίζομαι
μαλθακός
View word page
μαλακτήρ
μαλακτήρῆροςmμαλάσσω moulderfashionerw.gen.of gold and ivoryPlu.

ShortDef

one that melts and moulds

Debugging

Headword:
μαλακτήρ
Headword (normalized):
μαλακτήρ
Headword (normalized/stripped):
μαλακτηρ
IDX:
25072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25073
Key:
μαλακτήρ

Data

{'headword_display': '<b>μαλακτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαλακτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μαλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>moulder<or/>fashioner<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of gold and ivory</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαλακτήρ'}