Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
μαλθακίζομαι
View word page
μαλακό-χειρ
μαλακό-χειρχειροςmasc.fem.adjχείρ of the application of medicines gentle-handedPi.

ShortDef

soft-handed

Debugging

Headword:
μαλακόχειρ
Headword (normalized):
μαλακόχειρ
Headword (normalized/stripped):
μαλακοχειρ
IDX:
25071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25072
Key:
μαλακόχειρ

Data

{'headword_display': '<b>μαλακό-χειρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαλακό-χειρ</HL><Infl>χειρος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the application of medicines</Indic> <Tr>gentle-handed</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαλακόχειρ'}