Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
μαλθακίᾱ
View word page
μαλακο-φλοΐς
μαλακο-φλοΐςίδοςfem.adjφλοιός of almondssoft-shelledPhilox.Leuc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακοφλοΐς
Headword (normalized):
μαλακοφλοΐς
Headword (normalized/stripped):
μαλακοφλοις
IDX:
25070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25071
Key:
μαλακοφλοΐς

Data

{'headword_display': '<b>μαλακο-φλοΐς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαλακο-φλοΐς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>φλοιός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of almonds</Indic><Tr>soft-shelled</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαλακοφλοΐς'}