Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
μάλευρον
μάλη
μάλθα
View word page
μαλακότης
μαλακότηςητοςf softnessas an abstr. qualityPl. Arist.of flesh, woolPl. pejor.weakness, feeblenessof a personPlu.

ShortDef

softness

Debugging

Headword:
μαλακότης
Headword (normalized):
μαλακότης
Headword (normalized/stripped):
μαλακοτης
IDX:
25069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25070
Key:
μαλακότης

Data

{'headword_display': '<b>μαλακότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαλακότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>softness<Expl>as an abstr. quality</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au><nS2><Indic>of flesh, wool</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>weakness, feebleness<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαλακότης'}