Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
μαλερός
View word page
μαλακ-όμματος
μαλακ-όμματοςονadjὄμμα of sleepgentle on the eyesLyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακόμματος
Headword (normalized):
μαλακόμματος
Headword (normalized/stripped):
μαλακομματος
IDX:
25066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25067
Key:
μαλακόμματος

Data

{'headword_display': '<b>μαλακ-όμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαλακ-όμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sleep</Indic><Tr>gentle on the eyes</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαλακόμματος'}