Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάκτρᾱ
μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
μαλάχη
View word page
μαλακο-γνώμων
μαλακο-γνώμωνονοςmasc.adj of Zeussoft in judgementlenient, indulgentA.

ShortDef

mild of mood

Debugging

Headword:
μαλακογνώμων
Headword (normalized):
μαλακογνώμων
Headword (normalized/stripped):
μαλακογνωμων
IDX:
25065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25066
Key:
μαλακογνώμων

Data

{'headword_display': '<b>μαλακο-γνώμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαλακο-γνώμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Zeus</Indic><Def>soft in judgement</Def><Tr>lenient, indulgent</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαλακογνώμων'}