Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μακρόχειρ
μάκτρᾱ
μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακῡ́νομαι
μαλάσσω
View word page
μαλακίων
μαλακίωνωνοςm pejor., in an address to a faint-hearted loversoftieAr.

ShortDef

darling

Debugging

Headword:
μαλακίων
Headword (normalized):
μαλακίων
Headword (normalized/stripped):
μαλακιων
IDX:
25064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25065
Key:
μαλακίων

Data

{'headword_display': '<b>μαλακίων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαλακίων</HL><Infl>ωνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>pejor., in an address to a faint-hearted lover</Indic><Tr>softie</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαλακίων'}