Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μακροπόλος
μακρός
μάκρος
μακρόχειρ
μάκτρᾱ
μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
μαλακόχειρ
View word page
μαλακ-αύγητος
μαλακ-αύγητοςονadjμαλακόςαὐγή of sleepperh.gentle on the eyesArist.lyr.

ShortDef

with languid eye

Debugging

Headword:
μαλακαύγητος
Headword (normalized):
μαλακαύγητος
Headword (normalized/stripped):
μαλακαυγητος
IDX:
25061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25062
Key:
μαλακαύγητος

Data

{'headword_display': '<b>μαλακ-αύγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαλακ-αύγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μαλακός</Ref><Ref>αὐγή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sleep</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>gentle on the eyes</Tr><Au>Arist.<Wk>lyr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μαλακαύγητος'}