Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μακροποιέω
μακροπόλος
μακρός
μάκρος
μακρόχειρ
μάκτρᾱ
μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
μαλακογνώμων
μαλακόμματος
μαλακοπτυχής
μαλακός
μαλακότης
μαλακοφλοΐς
View word page
μάλαγμα
μάλαγμαατοςnμαλάσσω paddingto soften a blowPl.dub.

ShortDef

emollient

Debugging

Headword:
μάλαγμα
Headword (normalized):
μάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
μαλαγμα
IDX:
25060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25061
Key:
μάλαγμα

Data

{'headword_display': '<b>μάλαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάλαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>μαλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>padding<Expl>to soften a blow</Expl></Tr><Au>Pl.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'μάλαγμα'}