Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μακροθῡ́μως
μακρόκωλος
μακρολογέω
μακρολογίᾱ
μακρολόγος
μακρόπνους
μακροποιέω
μακροπόλος
μακρός
μάκρος
μακρόχειρ
μάκτρᾱ
μᾱκῡ́νω
μακών
μᾱ́κων
μάλα
μάλαγμα
μαλακαύγητος
μαλακίᾱ
μαλακίζομαι
μαλακίων
View word page
μακρό-χειρ
μακρό-χειρχειροςmasc.adjμακρόςχείρ long-armedas a nicknamePlu.

ShortDef

long-armed

Debugging

Headword:
μακρόχειρ
Headword (normalized):
μακρόχειρ
Headword (normalized/stripped):
μακροχειρ
IDX:
25054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25055
Key:
μακρόχειρ

Data

{'headword_display': '<b>μακρό-χειρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μακρό-χειρ</HL><Infl>χειρος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>μακρός</Ref><Ref>χείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>long-armed<Expl>as a nickname</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μακρόχειρ'}