Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μακρηγορέω
μακρημερίη
μακρήν
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακρόδρομος
μακρόθεν
μακροθῡμέω
μακροθῡμίᾱ
μακροθῡ́μως
μακρόκωλος
μακρολογέω
μακρολογίᾱ
μακρολόγος
μακρόπνους
μακροποιέω
μακροπόλος
μακρός
μάκρος
μακρόχειρ
View word page
μακροθῡ́μως
μακροθῡ́μωςadv patientlyNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μακροθῡ́μως
Headword (normalized):
μακροθῡ́μως
Headword (normalized/stripped):
μακροθυμως
IDX:
25044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25045
Key:
μακροθῡ́μως

Data

{'headword_display': '<b>μακροθῡ́μως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>μακροθῡ́μως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>patiently</Tr><Au>NT.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'μακροθῡ́μως'}