Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάκρᾱ
μακρᾱγορίᾱ
μακραίων
μακρᾱ́ν
μακραυχενόπλους
μακραύχην
μακρηγορέω
μακρημερίη
μακρήν
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακρόδρομος
μακρόθεν
μακροθῡμέω
μακροθῡμίᾱ
μακροθῡ́μως
μακρόκωλος
μακρολογέω
μακρολογίᾱ
μακρολόγος
View word page
μακροβιότης
μακροβιότηςητοςf longevityArist.

ShortDef

longevity

Debugging

Headword:
μακροβιότης
Headword (normalized):
μακροβιότης
Headword (normalized/stripped):
μακροβιοτης
IDX:
25038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25039
Key:
μακροβιότης

Data

{'headword_display': '<b>μακροβιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μακροβιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>longevity</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μακροβιότης'}