Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαινόλης
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
μαίωσις
Μαιῶται
μάκαρ
μακαρίᾱ
μακαρίζω
μακάριος
μακαριότης
μακαρισμός
μακαριστός
μακαρῑ́της
μακεδνός
Μακεδόνες
Μακεδονίζω
Μακεδονιστί
μάκελλα
μᾱκιστήρ
μᾱ́κιστος
View word page
μακαριότης
μακαριότηςητοςf happiness, blissPl. Arist.

ShortDef

happiness, bliss

Debugging

Headword:
μακαριότης
Headword (normalized):
μακαριότης
Headword (normalized/stripped):
μακαριοτης
IDX:
25015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25016
Key:
μακαριότης

Data

{'headword_display': '<b>μακαριότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μακαριότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>happiness, bliss</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μακαριότης'}