Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μαιήτης
Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαινίς
μαινόλης
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
μαίωσις
Μαιῶται
μάκαρ
μακαρίᾱ
μακαρίζω
μακάριος
μακαριότης
μακαρισμός
μακαριστός
μακαρῑ́της
View word page
μαιόομαι
μαιόομαιmid.contr.vbreltd.μαιεύομαιep.3pl.aor.
μαιώσαντο
of nymphsact as midwives fora goddessCall.

ShortDef

to deliver

Debugging

Headword:
μαιόομαι
Headword (normalized):
μαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
μαιοομαι
IDX:
25008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-25009
Key:
μαιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>μαιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>μαιεύομαι</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.aor.</Lbl><Form>μαιώσαντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of nymphs</Indic><Tr>act as midwives for</Tr><Obj>a goddess<Au>Call.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μαιόομαι'}