Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
ἀπορμάω
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾱͅθῡμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραίω
View word page
ἀπορητικός
ἀπορητικόςή όνadjἀπορέω1 scepticalabout a claimPlu.

ShortDef

inclined to doubt

Debugging

Headword:
ἀπορητικός
Headword (normalized):
ἀπορητικός
Headword (normalized/stripped):
απορητικος
IDX:
249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-250
Key:
ἀπορητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπορητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπορητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀπορέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>sceptical<Expl>about a claim</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπορητικός'}