Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
Μαίανδρος
μαιείᾱ
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
Μαίη
Μαιήτης
Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαινίς
μαινόλης
μαίνομαι
View word page
μαιευτικός
μαιευτικόςή όνadjof a personskilled in midwiferyPl.of the art of midwiferyPl.fem.sb.art of midwiferyPl.

ShortDef

of or for midwifery, obstetric

Debugging

Headword:
μαιευτικός
Headword (normalized):
μαιευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαιευτικος
IDX:
24996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24997
Key:
μαιευτικός

Data

{'headword_display': '<b>μαιευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαιευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>skilled in midwifery</Tr><Au>Pl.</Au></aS1><aS1><Indic>of the art</Indic> <Tr>of midwifery</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of midwifery</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μαιευτικός'}