Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
Μαίανδρος
μαιείᾱ
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
Μαίη
Μαιήτης
View word page
μάθος
μάθοςεοςουςn learning, knowledgeAlc. A.

ShortDef

learning

Debugging

Headword:
μάθος
Headword (normalized):
μάθος
Headword (normalized/stripped):
μαθος
IDX:
24988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24989
Key:
μάθος

Data

{'headword_display': '<b>μάθος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάθος</HL><Infl>εος<VInfl><FmInfl>ους</FmInfl></VInfl></Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>learning, knowledge</Tr><Au>Alc. A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάθος'}