Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
Μαίανδρος
μαιείᾱ
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
View word page
μαθήτρια
μαθήτριαfsee underμαθητής

ShortDef

female student

Debugging

Headword:
μαθήτρια
Headword (normalized):
μαθήτρια
Headword (normalized/stripped):
μαθητρια
IDX:
24986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24987
Key:
μαθήτρια

Data

{'headword_display': '<b>μαθήτρια</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μαθήτρια</HL><PS>f</PS></HG><XR>see under<Ref>μαθητής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μαθήτρια'}