Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
Μαίανδρος
μαιείᾱ
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
View word page
μαθητός
μαθητόςή όνadj of thingslearnablePl. X. Arist.

ShortDef

learnt, that may be learnt

Debugging

Headword:
μαθητός
Headword (normalized):
μαθητός
Headword (normalized/stripped):
μαθητος
IDX:
24985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24986
Key:
μαθητός

Data

{'headword_display': '<b>μαθητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαθητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>learnable</Tr><Au>Pl. X. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαθητός'}