Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαθεῖν
μάθη
μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
Μαίανδρος
μαιείᾱ
μαίευμα
View word page
μαθητιάω
μαθητιάωcontr.vbdesideratv. μανθάνω long to be a studentpupilAr.

ShortDef

to wish to become a disciple

Debugging

Headword:
μαθητιάω
Headword (normalized):
μαθητιάω
Headword (normalized/stripped):
μαθητιαω
IDX:
24983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24984
Key:
μαθητιάω

Data

{'headword_display': '<b>μαθητιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαθητιάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>desideratv. <Ref>μανθάνω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>long to be a student<or/>pupil</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μαθητιάω'}