Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαδάω
μᾶζα
μαζός
μαθεῖν
μάθη
μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
Μαῖα
View word page
μαθητέος
μαθητέοςᾱ ονvbl.adjμανθάνωof thingsto be learnedPl.

ShortDef

to be learnt

Debugging

Headword:
μαθητέος
Headword (normalized):
μαθητέος
Headword (normalized/stripped):
μαθητεος
IDX:
24980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24981
Key:
μαθητέος

Data

{'headword_display': '<b>μαθητέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαθητέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>μανθάνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>to be learned</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαθητέος'}