Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαγοφόνια
μαδάω
μᾶζα
μαζός
μαθεῖν
μάθη
μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
μάθος
μαῖα
View word page
μαθήσομαι
μαθήσομαιfut.seeμανθάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαθήσομαι
Headword (normalized):
μαθήσομαι
Headword (normalized/stripped):
μαθησομαι
IDX:
24979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24980
Key:
μαθήσομαι

Data

{'headword_display': '<b>μαθήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>μαθήσομαι<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>μανθάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μαθήσομαι'}