Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μάγνητες
μάγος
μαγοφόνια
μαδάω
μᾶζα
μαζός
μαθεῖν
μάθη
μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
μάθον
View word page
μαθηματο-πωλικός
μαθηματο-πωλικόςή όνadjπωλέω of a skill, a category of activityrelating to the sale of knowledgePl.

ShortDef

making a trade of science

Debugging

Headword:
μαθηματοπωλικός
Headword (normalized):
μαθηματοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
μαθηματοπωλικος
IDX:
24977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24978
Key:
μαθηματοπωλικός

Data

{'headword_display': '<b>μαθηματο-πωλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαθηματο-πωλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a skill, a category of activity</Indic><Tr>relating to the sale of knowledge</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαθηματοπωλικός'}