Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μαγικός
Μαγνησίᾱ
Μάγνητες
Μάγνητες
μάγος
μαγοφόνια
μαδάω
μᾶζα
μαζός
μαθεῖν
μάθη
μάθημα
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μάθησις
μαθήσομαι
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
View word page
μάθη
μάθηηςfμανθάνω process of acquiring knowledgelearningEmp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάθη
Headword (normalized):
μάθη
Headword (normalized/stripped):
μαθη
IDX:
24974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24975
Key:
μάθη

Data

{'headword_display': '<b>μάθη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μάθη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μανθάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>process of acquiring knowledge</Def><Tr>learning</Tr><Au>Emp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μάθη'}