Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μάγαδις
μαγγανείᾱ
μαγγανεύματα
μαγγανεύω
μαγείᾱ
μαγειρεῖα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγεύματα
μαγευτικός
μαγεύω
μαγικός
Μαγνησίᾱ
Μάγνητες
Μάγνητες
μάγος
μαγοφόνια
μαδάω
μᾶζα
μαζός
View word page
μαγευτικός
μαγευτικόςή όνadjof the artof magicPl.

ShortDef

magical

Debugging

Headword:
μαγευτικός
Headword (normalized):
μαγευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαγευτικος
IDX:
24962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24963
Key:
μαγευτικός

Data

{'headword_display': '<b>μαγευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μαγευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of magic</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μαγευτικός'}