Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λώφησις
λῴων
μά
μᾶ
μάγαδις
μαγγανείᾱ
μαγγανεύματα
μαγγανεύω
μαγείᾱ
μαγειρεῖα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγεύματα
μαγευτικός
μαγεύω
μαγικός
Μαγνησίᾱ
Μάγνητες
Μάγνητες
μάγος
View word page
μαγειρεύω
μαγειρεύωvbμάγειρος work as a hired cookThphr.

ShortDef

to be a cook, to cook meat

Debugging

Headword:
μαγειρεύω
Headword (normalized):
μαγειρεύω
Headword (normalized/stripped):
μαγειρευω
IDX:
24958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24959
Key:
μαγειρεύω

Data

{'headword_display': '<b>μαγειρεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μαγειρεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μάγειρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>work as a hired cook</Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μαγειρεύω'}