Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λωφήιος
λώφησις
λῴων
μά
μᾶ
μάγαδις
μαγγανείᾱ
μαγγανεύματα
μαγγανεύω
μαγείᾱ
μαγειρεῖα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγεύματα
μαγευτικός
μαγεύω
μαγικός
Μαγνησίᾱ
Μάγνητες
Μάγνητες
View word page
μαγειρεῖα
μαγειρεῖαωνn.plμαγειρεύω butchers' shopsstallsThphr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαγειρεῖα
Headword (normalized):
μαγειρεῖα
Headword (normalized/stripped):
μαγειρεια
IDX:
24957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24958
Key:
μαγειρεῖα

Data

{'headword_display': '<b>μαγειρεῖα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μαγειρεῖα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>μαγειρεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>butchers' shops<or/>stalls</Tr><Au>Thphr.</Au></nS1></NE>", 'key': 'μαγειρεῖα'}