Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λωτοτρόφος
Λωτοφάγοι
λωτροχόος
λωφάω
λωφήιος
λώφησις
λῴων
μά
μᾶ
μάγαδις
μαγγανείᾱ
μαγγανεύματα
μαγγανεύω
μαγείᾱ
μαγειρεῖα
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μαγεύματα
μαγευτικός
μαγεύω
View word page
μαγγανείᾱ
μαγγανείᾱᾱςfμαγγανεύω magic, trickery, sorceryPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαγγανείᾱ
Headword (normalized):
μαγγανείᾱ
Headword (normalized/stripped):
μαγγανεια
IDX:
24953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24954
Key:
μαγγανείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μαγγανείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μαγγανείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μαγγανεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>magic, trickery, sorcery</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μαγγανείᾱ'}