Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λώπιον
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λῷστος
λωτίζομαι
λώτινος
λωτίσματα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
Λωτοφάγοι
λωτροχόος
λωφάω
λωφήιος
λώφησις
λῴων
μά
μᾶ
μάγαδις
μαγγανείᾱ
View word page
λωτο-τρόφος
λωτοτρόφοςονadjτρέφω of a meadowproducing cloverrich in cloverE.

ShortDef

producing lotus

Debugging

Headword:
λωτοτρόφος
Headword (normalized):
λωτοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
λωτοτροφος
IDX:
24943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24944
Key:
λωτοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>λωτο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λωτο<hyph/>τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a meadow</Indic><Def>producing clover</Def><Tr>rich in clover</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λωτοτρόφος'}