Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῶντο
λώπη
λώπιον
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λῷστος
λωτίζομαι
λώτινος
λωτίσματα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
Λωτοφάγοι
λωτροχόος
λωφάω
λωφήιος
λώφησις
λῴων
μά
μᾶ
View word page
λωτόεις
λωτόειςεσσα ενadjλωτόςonly contr.neut.acc.pl.
λωτοῦντα
of plainsrich in cloverIl.

ShortDef

overgrown with lotus

Debugging

Headword:
λωτόεις
Headword (normalized):
λωτόεις
Headword (normalized/stripped):
λωτοεις
IDX:
24941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24942
Key:
λωτόεις

Data

{'headword_display': '<b>λωτόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λωτόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λωτός</Ref></Ety><FG><Num><Lbl>only contr.neut.acc.pl.</Lbl><Form>λωτοῦντα</Form></Num></FG></HG><aS1><Indic>of plains</Indic><Tr>rich in clover</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λωτόεις'}